Get Adobe Flash player
Ιστορικό
Παλαιό Site
p.e.kavalas.logologo_misth_monimonlogo_misth_anaplerg.dikaiom.logodiaugeia-logoist_logot_logopaid_inst_logodoe_logo

Στις 19 Δεκεμβρίου 2010 στη φιλόξενη αίθουσα του Μπάτη πραγματοποιήθηκε από τον Σύλλογό μας εκδήλωση αφιερωμένη στο συνάδελφο και καταξιωμένο συγγραφέα Ισίδωρο Ζουργό, ο οποίος και μας τίμησε με την παρουσία του.
Την εκδήλωση άνοιξαν οι μαθητές του 2ου Δημοτικού Σχολείου της πόλης μας Κυριάκος Ζορμπαλάς, Κική Σπανού και Τάσος Στρατηλάτης οι οποίοι τον παρουσίασαν με ένα μικρό σκετσάκι ενσαρκώνοντας ήρωες από το βιβλίο του Η ψίχα εκείνου του καλοκαιριού.
Για τον συνάδελφο και συγγραφέα Ισίδωρο Ζουργό μίλησαν μετά τον πρόλογο του Προέδρου του Συλλόγου μας Απόστολου Μουμτσάκη, ο λογοτέχνης Κοσμάς Χαρπαντίδης και η φιλόλογος και ποιήτρια Γεωργία Τριανταφυλλίδου.
Ο τιμώμενος συγγραφέας μίλησε για το έργο του και κατόπιν έγινε συζήτηση με το κοινό.
Στη συνέχεια ακολούθησε η βράβευση παιδιών συναδέλφων μας που πέτυχαν την εισαγωγή τους στα Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι. λαμβάνοντας ένα συμβολικό δώρο.

Μιχάλης Ευαγγελίδης

Κείμενο Προέδρου

Απόψε έχουμε την τιμή και τη χαρά να φιλοξενούμε τον συνάδελφο και λογοτέχνη Ισίδωρο Ζουργό.

Ο Ισίδωρος (πατέρας δύο παιδιών) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε παιδαγωγικά ενώ έχει ασχοληθεί και με θέματα διδασκαλίας της λογοτεχνίας στο δημοτικό σχολείο καθώς και με θέματα ιστορίας της εκπαίδευσης.

Ζει στη Θεσσαλονίκη και υπηρετεί σήμερα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση ως δάσκαλος στο 34ο Δημοτικό Σχολείο της πόλης. Είναι ένας από εμάς-το καλύτερο κομμάτι μας. Διδάσκει στην Τετάρτη τάξη, έχει όλες τις καθημερινές υποχρεώσεις που έχουμε όλοι μας στα σχολεία μας – είναι μάχιμος συνάδελφος. Όμως, ο Ισίδωρος έχει ένα ιδιαίτερο χάρισμα: Να αφηγείται ιστορίες με άψογο λόγο, με ελληνικά που δείχνουν βαθειά παιδεία και μεγάλη έμπνευση και, τέλος, ενσωματώνοντας με θαυμάσιο τρόπο την ελληνική ιστορία στον καμβά των μυθοπλασιών του – καρπός μακρόχρονης και επίπονης έρευνας.

Το έργο που έχει καταθέσει στον χώρο της νεότερης ελληνικής πεζογραφίας, αποτελείται από πέντε μυθιστορήματα:

Τον «Φράουστ» (1995), τα «Αποσπάσματα από το βιβλίο του ωκεανού» (2000 και 2007), «Την ψίχα εκείνου του καλοκαιριού» (2002), «Στη σκιά της Πεταλούδας» (2005) έργο με το οποίο έγινε γνωστός στο ευρύ αναγνωστικό κοινό και το πιο πρόσφατο, την «Αηδονόπιτα» (2008) ένα σκαλί πιο πάνω στη συγγραφική πορεία του Ζουργού, που σαφώς μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα πλέον σημαντικά έργα της ελληνικής λογοτεχνίας των τελευταίων χρόνων. Έχει επίσης συνεργαστεί στο παρελθόν με διάφορα περιοδικά δημοσιεύοντας ποίηση και πεζογραφία, καθώς και βιβλιογραφικά κριτικά σημειώματα.

Όμως, για το συγγραφικό έργο του Ισίδωρου, έχουν μιλήσει και γράψει άνθρωποι που γνωρίζουν καλύτερα τα της Λογοτεχνίας. Άλλωστε, η κα. Τριανταφυλλίδου και ο κ. Χαρπαντίδης θα αναφερθούν εκτενέστερα στον συγγραφέα Ζουργό.

Εγώ, κλείνοντας, καλώ όλους όσους από εσάς δεν έχετε γνωρίσει τον συγγραφέα Ζουργό να τον γνωρίσετε μέσα από το έργο του. Αξίζει να το γνωρίσουμε, όχι μόνο επειδή είμαστε συνάδελφοί του αλλά γιατί το αξίζει.

Κείμενο Κοσμά Χαρπαντίδη

ΜΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΞΕΝΑΓΟ ΤΟΝ ΙΣΙΔΩΡΟ ΖΟΥΡΓΟ.

Η κριτικός Μάρη Θεοδοσοπούλου σε ένα παλαιότερό της σημείωμα για τον Ισίδωρο Ζουργό έγραφε ότι «τα τελευταία χρόνια, οι συγγραφείς, που δοκιμάζουν την τύχη τους στο ιστορικό μυθιστόρημα ή και γενικότερα, σε μυθιστορήματα που ανατρέχουν και σε παλαιότερες εποχές, φαίνεται να γνωρίζουν πως κινούνται μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης γιατί , από τη μια η ρετσινιά του εθνικιστή ή, στην καθ’ ημάς εκδοχή της, του ελληναρά, τόσο σπιλωτική όσο, μια φορά κι έναν καιρό, ο χαρακτηρισμός κομμουνιστής, και από την άλλη, το ισοπεδωτικό τέρας της πολιτικής ορθότητας. Γι’ αυτό και καταβάλλουν φιλότιμες προσπάθειες να ισορροπήσουν κάπου στο ενδιάμεσο, με συχνά παράδοξες έως και ευρηματικές μυθοπλαστικές επινοήσεις».

Το παράθεμα αυτό ανήκει σε κριτική, που έγραψε η γνωστή κριτικός για την ευρηματική Αηδονόπιττα του Ζουργού, αλλά νομίζω ότι ισχύει και για την υπόλοιπη παραγωγή του συγγραφέα, ο οποίος αγωνίζεται να ισορροπήσει και να συμβαδίσει με την αντίληψη για το ιστορικό συμβάν, όπως το έχει παραδώσει, χωρίς πλουμίδια η επιστήμη, χωρίς να απεμπολεί όμως την παράδοση και τις αναφορές, που κουβαλάμε ως νάματα μέσα από την προσωπική βίωση της.

Ο Ζουργός, μετά την πρώτη του, παρθενική επαφή με την λογοτεχνία μέσω του αινιγματικού Φράουστ, που διαδραματίζεται στο σήμερα με εν μέρει αναφορές στο παρελθόν και εν μέρει με την Ψίχα εκείνου του καλοκαιριού, που δεν είναι αμιγώς ιστορικό μυθιστόρημα, αφού εκτυλίσσεται σε χρόνια που έζησε ο συγγραφέας, στα κυριότερα μέχρι σήμερα μυθιστορήματά του διαπραγματεύεται τον ιστορικό χρόνο που δεν βίωσε ο ίδιος. Κι αυτό γιατί η μυθοπλασία κινείται σε εποχές απομακρυσμένες χρονικά.

Το πώς διαπραγματεύεται την ιστορία είναι το ενδιαφέρον κι εκεί θα μπορούσαν να γραφούν πολλά.

Κατά αρχάς και ενώ θα μπορούσε να είχε γράψει την αφήγηση των ιστοριών του, πιο ριζοσπαστικά, πιο μοντέρνα και ίσως μεταμοντέρνα ο Ζουργός, νομίζω, θέλγεται από τα κλασικά μυθιστορήματα- ποταμούς (roman fleuve) και σκοπός του είναι να πιάσει τον αναγνώστη από το χέρι και να τον οδηγήσει στο λυτρωτικό τέλος, χωρίς να του προξενήσει βαρεμάρα και χασμουρητά. Σε αυτό το ταξίδι, ο ίδιος ο συγγραφέας, προσέρχεται πλήρως εξοπλισμένος, με πολλή καλή γνώση της ιστορίας, με ιστορικές λεπτομέρειες και παραλειπόμενα, με την καθημερινή ζωή των ηρώων του στην εποχή που περιγράφει και τις πόλεις, όπου κινούνται και την τοπογραφία τους , που την ξέρει επίσης πολύ καλά. Κυρίως όμως με ένα πλήθος δευτερευόντων ηρώων, που κινούνται το ίδιο αρμονικά με τους πρωτεύοντες και δίνουν αξία και σημασία στο ογκώδες συχνά υλικό του.

Με όλα αυτά, σαν σκευή πολύτιμη, το μυθιστόρημα κεντιέται σαν ένα εργόχειρο με πολλές λεπτομέρειες, πλουμίδια και τους δευτερεύοντες χαρακτήρες να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο και να μεταφέρουν το άρωμα της εποχής.

Υποδείγματα αφήγησης του Ζουργού, είναι, θαρρώ, η γενιά του `30 και οι μεγάλες αφηγήσεις του Νίκου Καζαντζάκη. Πατώντας επάνω σε αυτές διατηρεί την ανεξιθρησκία του, απέναντι στα πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα, που σαρώνουν τον 20ο αιώνα, ενώ πρόθεσή του είναι να αφηγηθεί παλαιότερες εποχές, όπου η διχαστική ιδεολογία σε μεν και δε, δεν έχει ακόμη παρουσιαστεί. Πάντως και όταν εισέρχεται στην διακεκαυμένη ζώνη των ιδεολογιών δεν χάνει την μετριοπάθεια του κανονικού αναγνώστη, και κρατιέται μακριά από την αντιπαράθεση, χωρίς να τοποθετεί τις διαμάχες στο επίκεντρο της αφήγησής του. Αφηγείται με τον οικείο τρόπο που έχει διδαχθεί ο αναγνώστης του, είτε μέσα από το σχολείο, είτε μέσα από τις παραδοσιακές αφηγήσεις , όπως αυτές του παραμυθιού.

Ο Ζουργός αξιοποιεί όλες τις διαθέσιμες πηγές αφήγησης, που του προσφέρει η ελληνική παράδοση και η ιστορία. Βασικός του στόχος είναι να αφηγηθεί των ηρώων τα πάθη κι εκεί θέλει ν’ ασκήσει τη λύρα του. Γιατί το επόμενο στοιχείο του Ζουργού, ως αφηγητή, δεν είναι να αφηγηθεί στεγνά και με πρόσδεση στον σκληρό ρεαλισμό, αλλά να ποικίλλει την αφήγησή του με στοιχεία ποιητικά, αλλά και με στοιχεία υπερβατικά, παρμένα συχνά από το χώρο των λαϊκών παραδόσεων και των μύθων.

Ίσως εδώ, ο Ζουργός συνομιλεί με την επαγγελματική του ιδιότητα, αφού η δουλειά του δασκάλου είναι να μετατρέπει την γνώση –που σκληρή μέσα στην δική της αυτάρκεια δεν παραδίδεται εύκολα στο μικρό παιδί- σε παραμύθι-αφήγηση και έτσι να την περνά πιο εύκολα , πιο αποδεκτά στους μικρούς του μαθητές.

Νομίζω ότι ο Ζουργός πρέπει να είναι ένας πολύ επαρκής δάσκαλος ,αφού σε συνεντεύξεις του τονίζει την επαγγελματική του ιδιότητα και προσθέτει ότι δεν έχει σκοπό να την εγκαταλείψει, αφού του αρέσει να μπαίνει στην τάξη και να διδάσκει. Και νομίζω ότι η παρουσία του στην τάξη, η διδασκαλία έχει αφήσει ίχνη και στις ιστορίες του.

Θα μπορούσα επίσης να πω πως ο Ζουργός ελκύεται από τις επικές αφηγήσεις , όσο κι αν η εποχή μας δεν τις ευνοεί. Ωστόσο δεν επιλέγει τόσο σημαντικούς ήρωες για να ασκήσει την πένα του, ούτε επιδίδεται στην βιογραφία κανενός, όσο κι αν στις αφηγήσεις του δεν λείπουν και τα ιστορικά πρόσωπα, παρουσιασμένα με την λεπτομέρεια, που τους αξίζει και χωρίς να προδίδουν κανένα στοιχείο της καταγωγής και του βίου τους. Ο συγγραφέας μας όμως κυρίως προσγειώνεται στην αφήγηση των κατορθωμάτων των απλών ανθρώπων που συχνά ξεφεύγουν από τον μέσο όρο, ανάγονται σε πρόσωπα της γενιάς τους χαρισματικά και μέσω αυτών περνά την ιστορία. Είτε αυτή είναι τα παραμύθια των ναυτικών και οι θρύλοι και οι παραδόσεις του λαού μας ή και άλλων λαών, όπως Τα αποσπάσματα από το βιβλίο του ωκεανού (σημειώστε ότι ωκεανός για τους μεσογειακούς λαούς ήταν η ίδια τους η θάλασσα, που τους περιβρέχει), είτε ο φιλελληνισμός στην διάρκεια της ελληνικής επανάστασης, είτε η διατήρηση του ελληνισμού μέσα στα ταραχώδη Βαλκάνια και η διάσωση της ταυτότητάς του, αλλά και η απελευθέρωση όσο μεγαλύτερου μέρους από τις αλύτρωτες πατρίδες του (στο H σκιά της πεταλούδας). Ο Ζουργός από το πρώτο του ακόμη μυθιστόρημα τον Φράουστ το 1995 προσέρχεται με φιλοδοξίες, αν και πρωτοεμφανιζόμενος στα γράμματα, μ’ ένα μυθιστόρημα που έχει να κάνει με το συγγραφικό εργαστήρι και την προσπάθεια να γραφεί ένα μυθιστόρημα στην δεκαετία του 1980. Μέσα στο βιβλίο θα συναντήσουμε τον δημιουργό και θα συμπλεύσουμε με τα συγγραφικά πνεύματα που τον εμπνέουν, αλλά και τις αγωνίες του. Ο μύθος του Φάουστ μεταφέρεται στην ελληνική πραγματικότητα και ενώ παρακολουθούμε τις περιπέτειες και τα άγχη του κεντρικού ήρωα Φραγκίσκου, δίπλα του οι δύο φίλοι του Κώστας και Γρηγόρης βυθίζονται στις δικές τους ιστορίες. Οι τρεις αφηγήσεις εγγράφονται ως ομόκεντροι κύκλοι. Ο Φραγκίσκος θα περάσει από τον έρωτα, θα βιώσει την αυτοκτονία της Μαργαρίτας, θα συνομιλήσει με τα συγγραφικά του πρότυπα και στη συνέχεια θα αναμετρηθεί με τον Εωσφόρο, όπως ο Φάουστ, θέλοντας να διασώσει τον εαυτό του, το αποτύπωμά του, το ίχνος του από το πέρασμα στον κόσμο αυτό.

Εύκολο δεν είναι να περάσεις σε μια σύντομη ομιλία όλο το πολύπλοκο και πολυπλόκαμο περιεχόμενο των βιβλίων του Ζουργού, αφού οι διακλαδώσεις των ηρώων του και το ιδεολογικό του υπόβαθρο διατρέχουν πολλά σημεία της ελληνικής κοινωνίας και της ελληνικής παράδοσης και σίγουρα αναζητούν την ελληνικότητα.

Από το εργαστήρι και τα γιατί και πως της γραφής ο Ζουργός στο επόμενό του βήμα τα Αποσπάσματα από το βιβλίο του ωκεανού θα περάσει στην λαϊκή παράδοση, όπως εκφράζεται μέσα από το παραμύθι, όχι μόνο το ελληνικό, αλλά και το ξένο, όπως έφτασε μέχρι τις ημέρες μας. Αρχαίο θρύλοι, ναυτικά παραμύθια, μοναστηριακές παραδόσεις, ομιχλώδη κάστρα και ήρωες των σκοτεινών τευτονικών παραδόσεων, παραμύθια θυμόσοφα της ανατολής, ίσως τα σκοτεινά παραμύθια του Ε. Α. Πόε παρελαύνουν μέσα από το στόμα του βασανισμένου και προικισμένου ναυτικού- παραμυθά κατά την διάρκεια του διάπλου Σύρας –Κωνσταντινούπολης, κατά το τέλος του 19ου αιώνα. Κι όλα αυτά σε μια Μεσόγειο που μεταμορφώνεται σε ωκεανό για να ρουφήξει ανθρώπους και ιστορίες.

Στα Αποσπάσματα από το βιβλίο του ωκεανού ο Ζουργός δεν είναι ο κλασικός αφηγητής των επόμενων μυθιστορημάτων του, αλλά ενδύεται τον ρόλο του συγγραφέα παραμυθά (ίσως η παιδική λογοτεχνία θα ήταν ένας προνομιακός τόπος άσκησης του ταλέντου του Ζουργού, μιας και ο ίδιος ξέρει τι απαιτεί ο παιδικός ψυχισμός και έχει θητεύσει σίγουρα στην θεωρία και την θεματολογία του παραμυθιού, εν τούτοις μέχρις στιγμής και δεν ξέρω γιατί, αρνήθηκε την παιδική λογοτεχνία), περιπλανιέται πάνω από το υπερβατικό και το μεταφυσικό και προκαλεί ρίγη στον αναγνώστη με τις σπάνιας ευρηματικότητας και περιγραφικής δύναμης ιστορίες του.

Στο τρίτο μυθιστόρημα του Ζουργού το Ψίχα εκείνου του καλοκαιριού η ιστορία που κάνει την εμφάνισή της είναι η πρόσφατη ,τουλάχιστον για μας τους μεγαλύτερους και ήδη περίπου συνομήλικους του συγγραφέα. Και πάλι ο συγγραφέας πατά στα μεγάλα πρότυπα της γενιάς του 1930, τον Κοσμά Πολίτη με το Eroica, τον Βενέζη, τον Θεοτοκά, τον Τερζάκη, αλλά και τον μεγάλο Μώλν του Αλαίν Φουρνιέ και θέλγεται από την περιγραφή της παιδικής ηλικίας μέσα σε ένα ταραγμένο περιβάλλον. Αυτό το καλοκαίρι του 1974, το καλοκαίρι της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και της ελληνικής μεταπολίτευσης μια μητέρα με δύο παιδιά πηγαίνει σε ένα χωριό της Βόρειας Ελλάδας για τις διακοπές τους. Μέσα από τα μάτια του εντεκάχρονου Νικόλα ο Ζουργός περιγράφει την παιδική ανεμελιά από τη μια, αλλά και την γνωριμία με το φόβο από την άλλη, ενώ η παρέα των ανήλικων ηρώων του ξεσπά σε παιχνίδια, αγωνίες, ερωτικά ξυπνήματα, φόβους, η πρώτη επαφή με τον θάνατο, ο πόνος του αποχωρισμού, η επαφή με την φύση και τα ζώα.

Στο επόμενο μυθιστόρημά του H σκιά της πεταλούδας ο Ζουργός πραγματοποιεί την φιλοδοξία του να γράψει ένα μυθιστόρημα ποταμό για την βόρεια Ελλάδα και την Θεσσαλονίκη, στο οποίο άνθρωποι τριών γενεών από δύο οικογένειες ζουν στο διάβα της ιστορίας τον αγώνα για την επιβίωση, τον αγώνα της ζωής και του θανάτου, του έρωτα και του πόνου, του χρόνου που περνά, της προσπάθειας να διασώσουν την πατρίδα τους και να διασωθούν. Όλοι θα αναμετρηθούν με την αποτυχία και τον θάνατο, μιας και ο άνθρωπος πάντα θα ζει στη σκιά της πεταλούδας, ανάλαφρα, φοβισμένα, δύσκολα θα ξεφύγει από την αποτυχία και το εφήμερο, όσους κόπους κι αν έκανε, όσες σκέψεις κι αν μηχανεύτηκε.

Η σκιά της πεταλούδας είναι το πιο φιλόδοξο μυθιστόρημα του Ζουργού και μαζί με την Αηδονόπιττα, δύο βιβλία στα οποία θα επικεντρωθεί η Γεωργία Τριανταφυλλίδου, της οποίας η εισήγηση ακολουθεί και στα οποία η ιστορία παίζει πρωτεύοντα ρόλο. Οι ήρωες του Ζουργού δεν είναι οι δικαιωμένοι και ευχαριστημένοι ήρωες του ρομαντισμού ,αλλά συνήθως οι ήρωες της καθημερινότητας που γεύονται την αποτυχία και σημαδεύονται από αυτήν. Η περιγραφή της εποχής είναι πειστική και το σκηνικό που στήνονται γεγονότα και ιστορίες διασταυρωμένο ιστορικά .

Ο Ζουργός για να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη για την γνώση του, αλλά και να κάνει την ιστορία του πιο πειστική εφευρίσκει λεπτομέρειες, μετακινήσεις, πρόσωπα και ιστορικά γεγονότα που παρελαύνουν μπροστά στα μάτια της φαντασίας του αναγνώστη.

Με τον τρόπο αυτό βγάζει την ιστορία από το παλαιωμένο ασπρόμαυρο και την μετατρέπει σε ένα πολύχρωμο πανόραμα εποχών, συνειδήσεων και επιθυμιών, που δεν μπορεί να περιγράψει καμιά τέχνη με τόση πληρότητα πλην από αυτήν της συγγραφής και ειδικότερα από προικισμένους αφηγητές, όπως ο ίδιος.

Κείμενο Γεωργίας Τριανταφυλλίδου

Τέλη Απριλίου του 2010. Η πόλη της Θεσσαλονίκης φιλοξενεί για 7η χρονιά τη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου. Είναι περασμένες 12 το μεσημέρι και ετοιμάζομαι να μπω από τη είσοδο του γλυπτού του Ζογγολόπουλου. Εκείνη την στιγμή μια ομάδα παιδιών, την επομένη κιόλας αντιλαμβάνομαι ότι πρόκειται για σχολική τάξη, βγαίνει στον πεζόδρομο φωνάζοντας χαρούμενα. Ο συνοδός έρχεται προς το μέρος μου με την πλάτη σαν να θέλει «κλείσει» και στο βλέμμα του τα θορυβώδη σχόλια της ενθουσιασμένης πιτσιρικαρίας.

Στο σημείο αυτό επιτρέψτε μου μια σύντομη παρέμβαση. Βλέποντάς τους νιώθω ένα μικρό τσίμπημα ζήλειας. Ως μητέρα δύο αγοριών, ο μικρός τέλειωσε τότε το δημοτικό, ο μεγάλος τη Δευτέρα Λυκείου, σκέφτομαι ότι έχω συγκατατεθεί ενυπόγραφα για δεκάδες μεταβάσεις τους στα πλαίσια σχολικών εκδρομών: από την αδιάφορη μεταφορά στην τσιμεντένια αυλή ενός παραθαλάσσιου κάμπινγκ ή την εμπνευσμένη επιλογή του κατάφυτου Παγγαίου, κι από την περιβαλλοντική εξόρμηση σ’ ένα νησί του Ιονίου μέχρι το άλλο άθλιο στοίβαγμα σε μπουζουκομάγαζα της πρωτεύουσας. Μα γιατί να επισκεφτούν τα σχολεία τη Δ.Ε.Β. της γειτονικής πόλης; Σήμερα που τα πράγματα έχουν οδηγηθεί με δραματικό τρόπο σε αδιέξοδο, είμαι σίγουρη πως φταίχτης ήταν κι αυτή η βαθύτατη περιφρόνηση που επιδείξαμε ως λαός προς κάθε τι αυτονόητο. Τέλος της παρέμβασης. Κάποια στιγμή ο δάσκαλος στρέφεται αναγκαστικά – πρέπει να διασχίσει με τους μαθητές του το δρόμο. Αναγνωρίζω το συνάδελφό σας Ισίδωρο Ζουργό. Χαμογελάει όπως τα παιδιά του. «Έφερα την τάξη μου» λέει και ανταλλάσουμε εγκάρδιο χαιρετισμό.

Πρέπει να ομολογήσω ότι εδώ μπροστά σας σήμερα αισθάνομαι εκ νέου την ίδια αμηχανία η οποία με κυριεύει κάθε φορά που πρέπει να μιλήσω δημόσια για βιβλία και συγγραφείς.

Πιστεύω ακράδαντα ότι τα βιβλία γράφονται για να διαβάζονται. Καλή διαμεσολάβηση μεταξύ βιβλίου και αναγνώστη είναι η απουσία κάθε διαμεσολάβησης. Η πληθώρα των βιβλιοκριτικών και βιβλιοπαρουσιάσεων δεν είναι πάντα ενδεικτική της απήχησης ή της ώθησης που λαμβάνουν τα βιβλία. Θέλω να πω ότι αν ένα βιβλίο είναι προορισμένο να «απογειωθεί», το παν θα κάνει και θα τρέξει με τα χίλια χωρίς να περιμένει την έγκριση του βιβλιοκριτικού και χωρίς να εξαρτά την πορεία του από διαφημιστικές καταχωρήσεις. Ο Ισ. Ζουργός ξεπέρασε επιτυχώς και τους δύο σκοπέλους. Γιατί αφενός αγαπήθηκε γρήγορα, δημιουργώντας ένα φανατικό αναγνωστικό κοινό που ολοένα πύκνωνε μακριά από τα φώτα μιας εκβιαστικής δημοσιότητας. Αφετέρου, η κριτική τον αντιμετώπισε ευθύς εξαρχής ως τελειωμένο συγγραφέα. Επαναλαμβάνω τε/λει/ω/μέ/νο που εμπεριέχει την έννοια της ολοκλήρωσης.. Άλλωστε σύμφωνα με τα λόγια, γνωστού διανοητή ο Ζουργός εμφανίζεται στη συγγραφική σκηνή μετά το μακρύ χρονικό διάστημα που ακολούθησε τον θάνατο του Στρατή Τσίρκα.

Μέχρι τη στιγμή που μιλάμε, ο Ζουργός έχει δημοσιεύσει 5 μυθιστορήματα. Όχι, δεν έχω διαβάσει και τα 5 ούτε θα διακινδυνεύσω να τα στριμώξω σε ολιγόλογες αναφορές. Αν όμως έπρεπε να επιλέξω ένα μονάχα λόγο για να πείσω τον υποψήφιο αναγνώστη να σκύψει πάνω από το έργο του θα στεκόμουν στα δύο εμβληματικά μυθιστορήματά του. Στη «Σκιά της Πεταλούδας» και την «Αηδονόπιτα» επειδή εκεί ο ενδιαφερόμενος αποκτά λαμπρή επίγνωση της παράδοξης συνείδησης της συλλογικότητας που λέγεται και καταγράφεται ως Ιστορία του τόπου. Στη «Σκιά της Πεταλούδας», ένας άντρας και μια γυναίκα εγκλωβίζονται στο ασανσέρ ενός δημόσιου κτιρίου παραμονές του 15Αύγουστου. Ο τριήμερος αποκλεισμός τους θα ανασύρει στην επιφάνεια την οικογενειακή ιστορία του καθενός. Διατρέχοντας από κοινού με το ζευγάρι μια καυτή ιστορική περίοδο 100 χρόνων, θα δούμε να αποτυπώνεται στις τύχες τόσο της προσφυγικής όσο και της ντόπιας οικογένειας η βαθιά, εσωτερική αίσθηση των πιο ευαίσθητων εθνικών θεμάτων: ασαφή γεωγραφικά και γλωσσικά όρια, απουσία εθνικής συνείδησης, συμβίωση με άλλες εθνότητες, εμφύλιες διαμάχες, αριστερή ιδεολογία και ακλόνητος συντηρητισμός. Εδώ η αφήγηση σπάζει τα μάγια της διάρκειας και συγκεντρώνει στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον. Η ιστορία κλείνεται αναγκαστικά στο ασανσέρ μαζί με τους ήρωες. Αυτό όμως που αποκαλύπτεται σε μια τέτοια συστολή ωρών είναι το είδωλο του εκπληρωμένου συλλογικού χρόνου.

Στην «Αηδονόπιτα», ο Αμερικανός Γκάμπριελ Θάκερες Λίντον το σύρει από την άλλη άκρη του Ατλαντικού για να ταξιδέψει στην επαναστατημένη Ελλάδα. Συγχρόνως παρακολουθούμε τις αγριότητες των Τούρκων στη Θεσσαλονίκη και τις τραγικές τους συνέπειες πάνω στην οικογένεια ενός μεγαλέμπορου. Οι δρόμου τους μοιραία θα συναντηθούν.

Η «Αηδονόπιτα» είναι ένας ύμνος στα φιλελληνικά αισθήματα και στα αισθητικά εκείνων που χύνουν το αίμα τους διεκδικώντας πρωτίστως τον επιθετικό. προσδιορισμό «ελληνικά». Είναι η απόδοση μιας σκληρής πραγματικότητας που περιλαμβάνει σε άνισες δόσεις αυτοθυσία και υπονόμευση, αγνό πατριωτισμό και εμφύλια έριδα, μυστικούς απελευθερωτικούς μηχανισμούς και ολοφάνερη αδικία, τους ξένους που τη μια στιγμή αποστηθίζουν τον Όμηρο και την άλλη ξεκοιλιάζουν τη γη του στοχεύοντας στη λαθραία διακίνηση των αρχαίων ελληνικών θησαυρών. Και φυσικά υπάρχει το Μεσολόγγι. Η άφιξη, η ενσωμάτωση, ο εγκλεισμός, η έξοδος. Το Μεσολόγγι ως γη της απαγγελίας – εκεί ο Γκάμπριελ συναντά επιτέλους τον ποιητή Βύρωνα αλλά και η πολλή προσωποποίηση μιας επαγγελίας: όλων εκείνων των εξαθλιωμένων που βιώνουν την πτώση του σαν αναγκαία προϋπόθεση για την τελική ανόρθωση του Γένους. Γιατί όλα αυτά μου ακούγονται σήμερα τρομερά επίκαιρα;

Θα πρότεινα επίσης σε κάποιον να διαβάσει Ζουργό επειδή οι ιστορίες του χρειάζονται απελπισμένα τις γυναίκες (όχι ως αναγνωστική μερίδα αλλά ως πρώτη ύλη μυθοπλαστική). Κάθε ιστορία χρειάζεται μια γυναίκα. Μια γυναίκα είναι πάντα η ελευθερία. Οι δρόμοι των ηρωίδων ταυτίζονται με την πορεία για την ανάκτηση του εαυτού, της χαμένης αξιοπρέπειας, της κλονισμένης αυτοεκτίμησης, με την απόδοση της δικαιοσύνης του έρωτα και της ηδονικής χαράς γιατί όπως λέει ο Μάρκες «αύριο ίσως είμαστε νεκροί για πάντα».

Αλλά και στο σύνολό τους, οι χαρακτήρες του Ζουργού κουβαλούν πάνω τους το βάρος μιας βασανισμένης ζωής και πάντα, μα πάντα έχουν στο στόμα τη στυφή γεύση από το φιλί του ερωτοθανάτου. Στο τέλος όμως κι από διαφορετικό δρόμο ο καθένας υποκύπτουν στην παλιά ακατανίκητη έξη: να πολεμούν για την καρδιά μιας εύθραυστης, ευάλωτης πατρίδας. Τι κάνουμε άλλωστε όλοι εμείς τους τελευταίους μήνες που η χώρα δέχεται τα πυρά μιας συντριπτικής εξωτερικής κατηγορίας και μιας κατεδαφιστικής εσωτερικής αυτοκριτικής.

Σε μια εποχή σαν τη σημερινή που οι φλυαρίες περισσεύουν, που οι άνθρωποι είναι δέσμιοι των πιο κούφιων συζητήσεων ή αιχμάλωτοι της πιο ακούσιας λεξιλαγνείας, σε μια πολιτική περίοδο που είναι δύσκολο να ορίσει κανείς ακόμη και το χώμα που πατάει καθώς όλη η επικράτεια μοιάζει να οδεύει προς πώληση ή ενοικίαση στην καλύτερη περίπτωση, ο Ισίδωρος Ζουργός μακριά από εθνικιστικές κορώνες και κραυγαλέους πατριωτισμούς αλλά με μια βαθιά ανθρωπιστική διάθεση κατανόησης όλων των ανθρώπινων επιλογών καταφέρνει να παντρέψει την αγωνιστική διάθεση μ’ εκείνη – τα λόγια ανήκουν στον ίδιο – που έχει κάτι από τον ψίθυρο του ωκεανού όταν σβήνει στον ορίζοντα: Είμαστε πάλι εδώ ελεύθεροι να ζήσουμε τη ζωή μας.